- εκπερισσώς
- ἐκπερισσῶς (Α)επίρρ. έτι μάλλον, ακόμη περισσότερο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπερισσῶς — more exceedingly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερεκπερισσώς — Α επίρρ. ὑπερκεπερισσοῡ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκπερισσῶς «ακόμα περισσότερο, υπερβολικά»] … Dictionary of Greek